πολυσακχαρίτες

πολυσακχαρίτες
Οργανικές ενώσεις της τάξης των υδατανθράκων. Το μόριο των π. σχηματίζεται από την ένωση πολλών μορίων απλών σακχάρων ενωμένων μεταξύ τους με γλυκοζιτικό δεσμό. Είναι ουσίες άμορφες, άγευστες, αδιάλυτες ή λίγο διαλυτές· με υδρόλυση διασπώνται στους μονοσακχαρίτες από τους οποίους αποτελούνται. Το άμυλο, η κυτταρίνη, το γλυκογόνο, η χυτίνη, το αγάρ-αγάρ, η παρίνη, οι πηκτίνες είναι π. Βρίσκουν ενδιαφέρουσες πρακτικές εφαρμογές, ως συγκολλητικοί στη φαρμακευτική, στην αρωματοποιία, στην παρασκευή των πλαστικών και υφαντικών ινών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

  • άμυλο — Χημική ένωση που αποτελείται από άνθρακα, υδρογόνο και οξυγόνο και ανήκει στην τάξη των απλών πολυσακχαριτών, ο γενικός τύπος των οποίων είναι Χ [(C6H10O5)n] όπου n είναι ένας αριθμός που αντιπροσωπεύει μερικές εκατοντάδες μόρια. Το α.… …   Dictionary of Greek

  • αμυλάσες — Ονομασία ενζύμων της κατηγορίας των υδρολασών, που δρουν πάνω στο άμυλο και το γλυκογόνο και διασπούν τους πολυσακχαρίτες αυτούς με διάφορους τρόπους. Η α–μυλάση βρίσκεται στο σάλιο και στο παγκρεατικό υγρό. Η β–αμυλάση βρίσκεται κυρίως στα φυτά …   Dictionary of Greek

  • επαναστροφή — η (AM ἐπαναστροφή) [επαναστρέφω] αναστροφή, επιστροφή, γυρισμός (και ειδ. για χορό) νεοελλ. 1. ιατρ. η επάνοδος ενός ιστού ή οργάνου σε προηγούμενα στάδια τής εξελίξεως του 2. (φιλοσ.) «η αιώνια επαναστροφή» η φιλοσοφική δοξασία κατά την οποία… …   Dictionary of Greek

  • κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… …   Dictionary of Greek

  • λυσόσωμα — Μεμβρανικό οργανίδιο, το οποίο αποτελεί μια συσκευή πέψης που συναντάται σχεδόν σε όλα τα ζωικά κύτταρα. Το μέγεθος, η μικροσκοπική μορφολογία και οι υπόλοιπες ιδιότητες των λ. ποικίλλουν σημαντικά στους διάφορους τύπους κυττάρων. Τα τυπικά λ.… …   Dictionary of Greek

  • ομοπολυσακχαρίτης — ο συν. στον πληθ. οι ομοπολυσακχαρίτες (βιοχ.) πολυσακχαρίτες που αποτελούνται από πολλά μονομερή ενός μόνον τύπου πολυσακχαρίτη, σε αντιδιαστολή προς τους ετεροσακχαρίτες …   Dictionary of Greek

  • πάγκρεας — Αδένας του ανθρώπινου σώματος. Έχει μήκος 14 18 εκ., βάρος 60 100 γρ. και είναι προσαρτημένος στο δωδεκαδάκτυλο. Βρίσκεται πίσω από το στομάχι και μπροστά από τους πρώτους οσφυϊκούς σπονδύλους. Το δεξιό του μέρος, που ονομάζεται κεφαλή,… …   Dictionary of Greek

  • υδρόλυση — Φαινόμενο το οποίο οφείλεται στην αντίδραση διάσπασης που προκαλείται από το νερό, κατά την οποία τα ιόντα προστίθενται στις σχηματιζόμενες ρίζες. Στην ανόργανη χημεία, η υ. είναι μια χαρακτηριστική αντίδραση των αλάτων, που, όταν αναμειχτούν με… …   Dictionary of Greek

  • άγαρ — Βλεννώδης ουσία που αποτελείται κυρίως από πολυσακχαρίτες και εξάγεται από θαλάσσια ερυθροφύκη. Τα ερυθροφύκη αυτά αφθονούν στην Καλιφόρνια και την Ιαπωνία. To ά., αν και δεν διαλύεται στο κρύο νερό, προσροφά μεγάλη ποσότητα, φτάνοντας στο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”